κασιγνήτα

κασιγνήτα
κᾰσιγνήτα
1 sister ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει κασιγνήτα τε Δίκα καὶ Εἰρήνα (v. l. κασίγνηταί) O. 13.6 πέμψεν κασιγνήταν ἐς Λακέρειαν Artemis P. 3.32 Περσεὺς ὁπότε τρίτον ἄυσεν κασιγνητᾶν μέρος ἐνναλίᾳ Σερίφῳ λαοῖσί τε μοῖραν ἄγων the Gorgons P. 12.11 Ὀρτυγία, δέμνιον Ἀρτέμιδος, Δάλου κασιγνήτα since Artemis was worshipped at both places N. 1.4

Ἑστία, Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα N. 11.2

ἐγὼ δ' ὑψίθρονον Κλωθὼ κασιγνήτας τε προσεννέπω Μοίρας I. 6.17


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κασιγνήτα — κασιγνήτᾱ , κασιγνήτη sister fem nom/voc/acc dual κασιγνήτᾱ , κασιγνήτη sister fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασιγνήτας — κασιγνήτᾱς , κασιγνήτη sister fem acc pl κασιγνήτᾱς , κασιγνήτη sister fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασιγνήταν — κασιγνήτᾱν , κασιγνήτη sister fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PRYTANITIDES — dictae sunt olim viduae illae, quae tum alibi in Graecia, tum Athenis inprimis, sacrum Vestae ignem custodirent. Ita enim Plut. in Numa, Τῆς Ε῾λλάδος, ὅπου πῦρ ἄσβεςτόν ἐςτι, ὼς Πυθοῖ καὶ Α᾿θήνῃσιν, οὐ παρθένοι, γυναῖκες δὲ πεπαυμέναι γάμων… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κασίγνητος — κασίγνητος, ὁ, ἡ, θηλ. και κασιγνήτη, αιολ. τ. κασιγνήτα, κυπρ. τ. κασινήτα και καινίτα (Α) 1. αδελφός, αδελφή, και ειδ. ο, η ομοπάτριος (α. «Ἰφιδάμαντος κασίγνητον», Ομ. Ιλ. β. «τώδε τὼ κασιγνήτω» οι δύο αυτές αδελφές, Σοφ.) 2. (το θηλ. και… …   Dictionary of Greek

  • ομόθρονος — η, ο (ΑΜ ὁμόθρονος, ον) αυτός που μοιράζεται τον ίδιο θρόνο με άλλον («Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + θρόνος (πρβλ. χρυσό θρονος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”